παραναίω

παραναίω
Α
1. (το ενεργ. και μέσ.) βάζω κάποιον να κατοικήσει κάπου, εγκαθιστώ κάποιον σε έναν τόπο, παροικίζω
2. μέσ. παραναίομαι
κατοικώ κοντά σε κάποιον, γειτονεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ναίω «κατοικώ, εγκαθιστώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”